Ο ποιητής καθόταν μόνος του και μονολογούσε σε κάποιες λευκές σελίδες.
Έπλαθε με την σκέψη του φανταστικούς χαρακτήρες και τους έδινε μια γοητεία με το πνεύμα του.
Σε κάθε ποίημα μιλούσε για την ιστορία του καθένα με λίγες λέξεις, απλές λέξεις, μα τόσο δυνατές και υπέροχες.
Καθόταν σε μία ξύλινη καρέκλα με ψάθινο κάθισμα και πάνω στο τσίγκινο στρόγγυλο τραπεζάκι είχε ακουμπισμένα το ποτό που αγαπούσε και ένα μισογεμισμένο σταχτοδοχείο. Οι σελίδες αμέτρητες μπροστά του και το στυλό που ζωγράφιζε την κάθε λέξη του με αυτό το μαύρο μελάνι.
Έπλαθε με την σκέψη του φανταστικούς χαρακτήρες και τους έδινε μια γοητεία με το πνεύμα του.
Σε κάθε ποίημα μιλούσε για την ιστορία του καθένα με λίγες λέξεις, απλές λέξεις, μα τόσο δυνατές και υπέροχες.
Καθόταν σε μία ξύλινη καρέκλα με ψάθινο κάθισμα και πάνω στο τσίγκινο στρόγγυλο τραπεζάκι είχε ακουμπισμένα το ποτό που αγαπούσε και ένα μισογεμισμένο σταχτοδοχείο. Οι σελίδες αμέτρητες μπροστά του και το στυλό που ζωγράφιζε την κάθε λέξη του με αυτό το μαύρο μελάνι.
~
Τώρα πια η καρέκλα στέκει άδεια. Έχει χαλάσει από την κακοκαιρία το ψάθινο κάθισμα. Το ποτήρι είναι άδειο με κάποια ίχνη από μυρωδιά ποτού. Το στυλό αδυνατεί να γράψει γιατί το μελάνι έχει ξεραθεί πια. Ένα αεράκι παίρνει μαζί του κάποιες σελίδες και κάνει η κάθε σελίδα το δικό της ανέμελο ταξίδι.
~
Όλοι μιλάνε για αυτόν και μιλάνε με κάποιους στίχους του.
Αλλά ποτέ δεν του μίλησαν, δεν τον γνώριζαν.
Κάποια μεσάνυχτα έφυγε μόνος του. Στα μεσάνυχτα που τόσο αγαπούσε το σκοτάδι του.
Κανείς δεν άκουσε γιατί εξαφανίστηκε, γιατί χάθηκε.
Αλλά ποτέ δεν του μίλησαν, δεν τον γνώριζαν.
Κάποια μεσάνυχτα έφυγε μόνος του. Στα μεσάνυχτα που τόσο αγαπούσε το σκοτάδι του.
Κανείς δεν άκουσε γιατί εξαφανίστηκε, γιατί χάθηκε.
Ίσως κρύβεται σε κάποια σελίδα του πια.
Ίσως το αεράκι τον ταξιδεύει σε όμορφα μέρη.
Ίσως να είναι καλύτερα.
Ίσως το αεράκι τον ταξιδεύει σε όμορφα μέρη.
Ίσως να είναι καλύτερα.
No comments:
Post a Comment