Ελπίζεις να μην πέσεις στις παγίδες που είχες δει πριν από κάτι ώρες σε εκείνο το μικρό δωμάτιο. Ώσπου βλέπεις ξαφνικά ένα φως μαζί με ένα δυνατό θόρυβο να έρχεται προς τα εσένα.
Σκέφτεσαι γρήγορα ότι μπορεί να έχει έρθει το τέλος και αφήνεις τα τελευταία δευτερόλεπτα σε όλα αυτά που δεν πρόλαβες να ζήσεις.
Τον τελευταίο καιρό είχες αφοσιωθεί στην τέχνη, ζωγραφίζοντας τοπία όπως σου έλεγαν οι γνωστοί που τα έβλεπαν. Εσένα σου φαινόταν περίεργο γιατί στους περισσότερους πίνακες είχες ζωγραφίσει κάτι σχήματα που δεν θύμιζαν σε τίποτα τοπία ή ζωή. Είχες απομονωθεί γύρω στα δυο χρόνια και μετά τη δουλειά κατέληγες στο μικρό σου διαμέρισμα ζωγραφίζοντας ατελείωτα λες και σε κυνηγούσε ο χρόνος. Μέσα στους πίνακες σου αιχμαλωτίζεις όπως λες τα νυχτερινά φαντάσματα σου, τους δαίμονες. Κυριαρχούν παντού σκούρα χρώματα και όσο πιο σκούρα τόσο πιο έκφραση δείχνουν.
Είχες ζήσει πολλά παλιότερα και προσπαθούσες να τα αποφύγεις. Είχες κάνει τη ζωή σου και είσαι μόλις είκοσι και κάτι. Έχεις χορτάσει τα πάντα και έχεις βαρεθεί τα πάντα. Παρέες σε είχαν εξοστρακίσει επειδή δεν τους καταλάβαινες πλέον και είχες τόσες πολλές παρέες που καθόσουν δίπλα τους όσο έπρεπε για να μην φθαρείς... Είχες σιχαθεί το αλκοόλ και όλες αυτές που έψαχναν τη σάρκα σου στα νυχτερινά μαγαζιά. Η μουσική είχε χαθεί από τα αυτιά σου, λες και ξεπέρασες ένα επίπεδο και είχε απορυθμιστεί η άλλοτε σωστή κριτική που έδινες στο κάθε άκουσμα.
Κάπου εκεί πίσω έχεις και τις δυο γυναίκες που αγάπησες. Και αυτές κατά βάθος τις είχες βαρεθεί κι είχες φύγει από δίπλα τους χρόνια τώρα. Για κάποιο λόγο τα ένιωσες όλα ανούσια και κλείστηκες στον εαυτό σου απότομα. Πολεμούσες με τον εαυτό σου τις νύχτες τα τελευταία δύο χρόνια.
Πρωί ήταν όταν έμαθες για την κατάρα που έπεσε πάνω σου. Έτσι την ονόμασες και την πολέμησες σαν θεριό, αλλά τις περισσότερες φορές ηττημένος βγαίνεις από τέτοιες μάχες. Στην αρχή είχες υπομονή και δύναμη. Σιγά σιγά η υπομονή έγινε αδυναμία και η δύναμη μετατράπηκε σε πόνο. Δύο χρόνια πονάς, χωρίς να το ξέρει κανείς. Ζεις κάθε μέρα σαν κανονικός άνθρωπος και φαίνεσαι τόσο δυνατός. Όταν γυρίζεις σπίτι βγάζεις τη μάσκα και δίνεις τον πόλεμο σου. Διπλός πόνος γιατί δεν τον μοιράστηκες με κανέναν και όταν το έκανες, συνειδητοποίησες ότι πάνω στην αδυναμία και τη θλίψη σου, σου ξέφυγε.
Πολλοί θα σε έλεγαν λιοντάρι και κάποιοι άλλοι θα σε έλεγαν ψυχρό, νευρικό, που δε δίνεις σημασία σε τίποτα. Δεν σε ενοχλεί πλέον τίποτα και γαληνεύεις μόνο μέσα σε αυτούς τους σκούρους πίνακες και στα χρώματα.
Τα δευτερόλεπτα πέρασαν και όσα σκέφτηκες, τώρα πια δεν έχουν σημασία. Έχεις φτάσει στην αρχή ενός τούνελ, ίσως κάποτε να περνούσαν τρένα από εδώ, κι ένα φως στο βάθος σε φωνάζει. Στο κάθε σου βήμα σταματάει ο πόνος και νιώθεις υπέροχα.
Κυλάει χωρίς να το θες ένα δάκρυ. Ένα δάκρυ που κρύβει τις πιο γλυκές αλήθειες σε όσους αγάπησες.
Αρχίζεις να νιώθεις κρύο, αλλά δεν σε νοιάζει, τουλάχιστον δεν είναι το κρύο των ανθρώπων.
Εκεί που πας θα θυμάσαι ότι ο πόνος δεν παλεύεται, και πιο πολύ η μοναξιά.
No comments:
Post a Comment