Δεν σε ενόχλησα, ούτε το είχα σκοπό. Μπήκα στον κόσμο σου και έκλεψα εικόνες που βλέπεις κάθε μέρα.
Περπάτησα σε ένα μικρό μονοπάτι και στάθηκα στο μοναδικό παγκάκι που αντίκρισα.
Σίγουρα κάποια στιγμή έχεις καθίσει σε αυτό το παγκάκι, θαυμάζοντας τα δέντρα που έχουν χρωματίσει τα φύλλα τους με τις φθινοπωρινές πινελιές που προσδίδουν μια μελαγχολία.
Στο τέλος από αυτό το μονοπάτι βρέθηκα στο ποτάμι που αγαπάς, το μοναδικό που σε ηρεμεί από τον άρρωστο κόσμο μας. Εκεί βρίσκεις καταφύγιο να φτιάξεις τις δικές σου φανταστικές ιστορίες.
Στάθηκα μόνος σε αυτά τα μονοπάτια και ένιωσα την μοναξιά που σε πλημμυρίζει. Αισθάνθηκα την στενοχώρια που έρχεσαι να αφήσεις και κάπως έτσι βυθίστηκα στις σκέψεις μου.
Είδα έναν μεγάλο λευκό κύκνο που σταμάτησε κοντά στην όχθη του ποταμού και ένιωσα ότι ήθελε να ανέβω πάνω του για να με οδηγήσει στα μέρη που έχεις ζωγραφίσει με τις δικές σου πινελιές.
Άφησα το μονοπάτι μακριά και με πήγαινε γαλήνια κατά μήκος του ποταμού. Τα πούπουλα του ήταν τόσο λευκά και απαλά. Μετά από λίγο έστριψε σε μία στροφή που φανέρωσε ένα ύψωμα γεμάτο από ανθισμένα όμορφα κυκλάμινα και πίσω από το ύψωμα υπήρχε ένα όμορφο παραμυθένιο ξύλινο σπίτι.
Το σπίτι περικυκλωνόταν από έναν λευκό ξύλινο φράχτη που ξεχώριζε από πίσω του κάποια ανθισμένα ρόδα στα αγαπημένα σου χρώματα. Καθώς άφησα πίσω τον λευκό οδηγό μου, ξεκίνησα με αργά βήματα προς το ονειρεμένο σπίτι. Είχε τέσσερα πέτρινα σκαλιά που οδηγούσαν σε μια όμορφη βεράντα που υπήρχαν ένα τραπέζι και οι καρέκλες σκαλισμένα με λεπτομέρειες όμορφων σχεδίων από παραμυθένια πλάσματα και λουλούδια από όλες τις εποχές του χρόνου.
Η ξύλινη πόρτα ήταν ανοιχτή και μου έδειχνε τα επόμενα βήματα που έπρεπε να ακολουθήσω. Μέσα στο σπίτι υπήρχαν πολλοί κρεμασμένοι πίνακες μιας ξεχασμένης εποχής που μόνο οι ρομαντικοί μπορούν να ταξιδέψουν μέσα τους. Τα έπιπλα τόνιζαν τις σμιλευμένες γωνίες τους και αντικείμενα μιας άλλης εποχής υπήρχαν ακουμπισμένα πάνω τους. Από ένα δωμάτιο έβλεπα ένα έντονο φως και προχωρούσα προς την πόρτα κάνοντας έναν μικρό θόρυβο σε κάθε μου βήμα που ψιθύριζε το ξύλινο πάτωμα.
Μπήκα στο δωμάτιο και είδα το τζάκι που έδινε το δυνατό φως πιο πριν και το βλέμμα μου γρήγορα γύρισε σε μια κουνιστή καρέκλα που έκανε αργές κινήσεις μπρος πίσω. Εκείνη τη στιγμή συνειδητοποίησα ότι δεν είμαι μόνος σε αυτό το δωμάτιο. Στην καρέκλα καθόταν μία γυναίκα. Μια γερασμένη γυναίκα που φαινόταν ότι ήταν κάποια εποχή πολύ όμορφη. Το βλέμμα της ήταν μόνιμα προς το τζάκι και ποτέ δεν γύρισε να με δει. Ώσπου κάποια στιγμή σήκωσε το χέρι της και έδειξε έναν φάκελο που βρισκόταν πάνω σε ένα τραπέζι. Έκανα λίγα βήματα και πήρα τον φάκελο.
Έγραφε από έξω..
Προς εκείνον…
Μπήκες στην σκέψη μου,
τον μοναδικό που άφησα να δει το δικό μου παραμύθι.Γνωρίζω ότι έχεις έρθει στο μέρος που αγαπάω. Νομίζω ότι καθώς μπήκες στο μονοπάτι μου, κοντοστάθηκες στο παγκάκι που κάθομαι συνήθως. Εκεί έγραψα και αυτό το γράμμα. Ο κύκνος είναι ο μοναδικός μου φίλος και σε οδήγησε στο σπίτι που ονειρεύομαι. Τα ρόδα στην αυλή του είναι τα αγαπημένα μου και το ποτάμι είναι η γαλήνη, η ηρεμία μου.
Μπήκες στην σκέψη μου,
τον μοναδικό που θέλησα να δει την ψυχή μου.
Με αγάπη princess…
Γύρισα να δω την γυναίκα στην καρέκλα και είχε εξαφανιστεί πια. Ακούστηκε τότε ένας ψίθυρος:
Ο χρόνος ήμουν…
Και απομακρύνθηκε ο ψίθυρος, δίνοντας μου έναν ευχάριστο τόνο μέσα μου.
Ξαφνικά έσβησε η φωτιά και το τζάκι σαν να έφτυσε την στάχτη, γέμισε το ξύλινο πάτωμα που άρχισε να καίγεται αργά. Ήξερα ότι ο χρόνος μου έδωσε το πιο σημαντικό μήνυμα από αυτή που θέλω πραγματικά μέσα στη ζωή μου. Βγήκα βιαστικά από το σπίτι που είχε παραδωθεί πια στις φλόγες και βρέθηκα με τον πιο περίεργο τρόπο ξαφνικά στο παγκάκι στην αρχή του μονοπατιού.
Έγραψα τότε ένα γράμμα που ήξερα ότι θα σου το δώσω στην επόμενη έκλειψη.
Εσύ ο ήλιος και εγώ το φεγγάρι, η μοναδική στιγμή που μπορούμε να συνυπάρχουμε αγαπημένη.
No comments:
Post a Comment